- επαιδούμαι
- ἐπαιδοῡμαι, -έομαι (Α)1. ντρέπομαι2. απόλ. αισθάνομαι τύψεις, μετανοώ3. (με αιτ.) σέβομαι, φοβάμαι κάποιον («μηδὲ τὸν βιοδότην θεὸν ἐπαιδεσθείς», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιδούμαι «ντρέπομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.